Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας
Η χιλιόχρονη Μονή της Άγιας Λαύρας με την πολυκύμαντη ιστορία της, 5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης των Καλαβρύτων, αποτελεί το λίκνο τής εθνικής μας παλιγγενεσίας, πανελλήνιο εθνικοθρησκευτικό προσκύνημα πρώτου μεγέθους και μια από τις αρχαιότερες Μονές του ελληνικού και κυρίως του πελοποννησιακού χώρου, αληθινό σέμνωμα της περιοχής.
Συνδεδεμένη αρχικά με τη Μέγιστη Λαύρα του Άθω διαγράφει αδρομερώς μια ιστορία αντίστοιχη προς τα κατά καιρούς τρία καθολικά της: Παλαιομονάστηρο, Ιστορικός Ναός, Σημερινή Μορφή. Πρώτη μαρτυρία ωστόσο έχουμε την αποτέφρωση της από τους Τούρκους στα 1585.
Ξανακτίζεται το 1600, ενώ οι τοιχογραφίες της (χειρ. Άνθιμου) τελειώνουν το 1645. Πρόκειται για το Παλαιομονάστηρο, σε απόσταση 300 μ. πιο πάνω από τη σημερινή Μονή, με δίκλιτο σταυρεπίστεγο ναό στο στόμιο σπηλιάς, που σώζει δύο στρώματα τοιχογραφιών.
Στη σημερινή θέση η ιστορική Μονή κτίσθηκε πιθανώς το 1689, τρίκογχο, αγιορείτικου τύπου, κτίσμα (μονόκλιτο, με τρούλο χωρίς στηρίγματα) πού διασώζει τοιχογραφίες, ενώ σχετική εικόνα μας δίνει το σχέδιο του Ρώσου μοναχού Μπάρσκην (1745).
Η Μονή δοκιμάζεται το 1715 (Β’ Τουρκοκρατία) και κυρίως στα Ορλωφικά. Πυρπολείται το 1826 από τον Ιμπραήμ, ανοικοδομείται το 1828, με την ίδρυση νέου καθολικού τύπου «βασιλικής με τρούλο», ερειπώνεται με το σεισμό της 24ης Ιουλίου 1844, για να κτισθεί και πάλι το 1850.
Νέες διώξεις, εκτελέσεις και καταστροφές είδε το μοναστήρι από τα Ναζιστικά στρατεύματα το Δεκέμβριο του 1943. Έκαψαν τη μονή, λεηλάτησαν τις αποθήκες και εκτέλεσαν τρεις μοναχούς, που δεν είχαν εγκαταλείψει το Μοναστήρι.
Οι μοναχοί που είχαν κρυφτεί λίγο πιο μακριά ξαναγύρισαν όταν είχαν απομακρυνθεί τα στρατεύματα, φέρνοντας μαζί τους τα κειμήλια και το λάβαρο που διέσωσαν και άρχισαν ξανά από την αρχή την επισκευή και ανοικοδόμηση.
Το 1950, με προσφορές πιστών και ενίσχυση από το κράτος ανοικοδομήθηκε εξ’ ολοκλήρου.
Η Μονή στη πορεία της υπήρξε πατριαρχική, σταυροπηγιακή, «βασιλική» και απέκτησε μεγάλη ακίνητη και κινητή περιουσία, ενώ κατά καιρούς προσκολλήθηκαν σ’ αυτήν μικρότερες Μονές (Αγία Τριάς, Φιλοκάλη κ.ά.).
Εκείνο όμως που ανέδειξε τη Μονή ως φωτεινό μετέωρο, χωρίς να υποτιμούνται άλλες κατά καιρούς υπηρεσίες της σε εθνικά θεμέλια, είναι το γεγονός ότι υπήρξε το θέατρο πολεμικών γεγονότων της μεγάλης Εξεγέρσεως τού 1821 και διεκδικεί την πρωτοπορία του Αγώνος με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, κάτω από το θόλο του Ναού της.
Στην εθνική συνείδηση προβάλλει ως πρωταγωνίστρια στον μεγάλο Ξεσηκωμό για την απελευθέρωση.
Με καμάρι δείχνει το Λάβαρο του ‘21, τα όπλα των Αγωνιστών, τα άμφια του Αρχιεπισκόπου Παλαιών Πατρών Γερμανού – πρωτοστάτη του Αγώνος, έγγραφα, χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες, πολύτιμα Ευαγγέλια (όπως της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας) και ιερά σκεύη και άμφια (σταυρός, λειψανοθήκες, Αγία Ποτήρια κ.λπ.) ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής και εθνικής αξίας, παρά τις τόσες διώξεις, πυρπολήσεις και καταστροφές της Μονής, που πρόσφερε στον Αγώνα, σε έμψυχο και άψυχο υλικό, όσο καμιά άλλη.
Δίκαια λοιπόν αποτελεί σύμβολο ιερό και κιβωτό του νεοελληνισμού. Δίκαια σε περίοπτη θέση, κοντά στη Μονή, στήθηκε μεγαλόπρεπο το «Ηρώο των Αγωνιστών του ’21».
Η Αγία Λαύρα διδάσκει τι προσέφεραν οι Μονές στο Έθνος και στις αιώνιες και ακατάλυτες αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μας, τόσο σε καλές, όσο και σε δύσκολες ήμερες.
Ο πολυτιμότερος θησαυρός που βρίσκεται στο μοναστήρι είναι το Λάβαρο της Ορκωμοσίας των Αγωνιστών του 1821, η πρώτη δηλαδή σημαία του Ελληνικού Έθνους.
Επιπλέον, ο Επιτάφιος του 1754 κεντημένος στη Σμύρνη, η εικόνα του Αγίου Γεωργίου κεντημένη στην Κωνσταντινούπολη από την Κωκώνα του Ρολογά, Ευαγγέλιο δωρισμένο από την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ τη Μεγάλη, τα χρυσοκέντητα άμφια του Παλαιών Πατρών Γερμανού, εγκόλπια, ξυλόγλυπτοι σταυροί και λειψανοθήκες Αγίων.
Επίσης, ξεχωρίζει η κάρα του «Αγίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού», πολιούχου της Μαρτυρικής Πόλης των Καλαβρύτων, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 17 Μαρτίου, και είναι δωρεά του Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Παλαιολόγου το 1398.
Υπάρχουν επίσης, η κάρα του Αγίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος, του Αγίου Παντελεήμονος, της Αγίας Παρασκευής, των Αγίων Αναργύρων, κλπ.
Εκτός από τα σημαντικά ιερά κειμήλια και λείψανα που υπάρχουν στην Ιερά Μονή, σημαντικός θησαυρός είναι τα 3.000 έντυπα στη βιβλιοθήκη της. Το αρχαιότερο χρονολογείται από το 1502.
Στη συγκρότηση της βιβλιοθήκης συνέβαλαν σημαντικά ο Κύριλλος Λαυριώτης το 1796 και ο Καλαβρυτινός δάσκαλος μοναχός Γρηγόριος Ιωαννίδης το 1929.
Η Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου:
Η Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου βρίσκεται στο 10ο χιλιόμετρο του δρόμου Καλαβρύτων – Πούντας – Ε.Ο. Πατρών – Αθηνών.
Τρεις λόγοι έκαναν το Μέγα Σπήλαιο να κατέχει μια από τις πιο εξέχουσες θέσεις ανάμεσα στα γνωστότερα Μοναστήρια του ελληνικού χώρου: το τοπίο, η εφέστια εικόνα της Σπηλαιώτισσας και το αδούλωτο φρόνημα των μοναχών.
Κολλημένο πεισματικά σε ένα ευρύχωρο σπήλαιο (απ’ όπου και το όνομα του), στη βάση πελώριου, απειλητικού, κάθετου βραχώδους συγκροτήματος τού Χελμού σε υψόμετρο 940 μ., προκαλεί δέος και θαυμασμό με τη μοναδικότητα του. Η σπηλαιώδης διαμόρφωσή του προσδιόρισε τελικά και την αρχιτεκτονική μορφή του.
Η Μονή υψώνεται σήμερα οκταόροφη και παρόλο πού έχασε το παλιό ιδιαίτερο ύφος της, δεν έπαυσε να καθηλώνει και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη.
Το καθολικό, σκαμμένο στο βράχο, είναι Ναός σταυροειδής εγγεγραμμένος με δύο νάρθηκες. Ο κύριος Ναός διατηρεί τις τοιχογραφίες του 1653, αξιόλογα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, παλαιότερο άμβωνα κ.λπ., ενώ στο νάρθηκα οι τοιχογραφίες ανάγονται στις αρχές του 19ου αιώνα.
Στο Ναό αυτό φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας, που αποδίδεται κατά την παράδοση στον Ευαγγελιστή Λουκά, ελαφρώς παραμορφωμένη από τις κατά καιρούς πυρκαγιές τής Μονής (840, ανάκτηση 1285, 1400, 1640, ανακαίνιση το 1641, νέα πυρκαγιά το 1934).
Είναι τύπου «Βρεφοκρατούσης», δουλεμένη με κερί και μαστίχα σε σανίδα. Σημασία έχει ότι για την ψυχή του ευσεβούς λαού μας αποτελεί ανέκαθεν παλλάδιο πρώτης τάξεως, αναντικατάστατο, καταφυγή και παραμυθία κάθε πιστού που εναποθέτει «την πάσαν ελπίδα» σε αυτό και ζητά την πρεσβεία της Παναγίας.
Η πανάρχαια αυτή Μονή στάθηκε πάντα ζωντανή και συνδέεται με θαύματα και πολλές παραδόσεις, η πιο αξιόλογη από τις όποιες είναι αυτή που συνδέεται με την εύρεση της Ιεράς Εικόνας: Δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί, οι Συμεών και Θεόδωρος, υστέρα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το 362 μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το Γαλατά (Ζαχλωρού). Αυτή, με θεία βουλή και με την οδηγία ενός τράγου, πού πήγαινε εκεί για να ξεδιψάσει, τους οδήγησε στο Σπήλαιο, όπου βρήκαν την Ιερή Εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά, την όποια φύλαγε φοβερός δράκος, ο οποίος στη συνέχεια σκοτώθηκε από κεραυνό. Η πηγή αυτή του Σπηλαίου – μαρμάρινη κατόπιν – αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα. Στο σημείο αυτό υπάρχει και η αναπαράσταση του θαυμαστού γεγονότος.
Αν και η Μονή καταστράφηκε τελείως, ωστόσο τα υπάρχοντα κειμήλια – που φυλάσσονται σε πρόσφατα άριστα διευθετημένο νέο σκευοφυλάκιο – ανάγουν το νου και την ψυχή στο Θείο, στον παλαιό πλούτο της Μονής και στην προσφορά του Μεγάλου Σπηλαίου προς το Έθνος.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Μονή διατηρούσε πυριτιδαποθήκη, ώστε όχι μόνο να έχει υλικό για τον Αγώνα, αλλά και όταν θα ήταν επιβεβλημένο, να γίνονταν ολοκαύτωμα, παρά δούλοι οι μοναχοί της.
Είναι άλλωστε γνωστή η υπερήφανη, ηρωική απάντηση του ηγουμένου Δαμάσκηνου τον Ιούνιο του 1827 στον Ιμπραήμ: «…διά να προσκυνήσωμεν, είναι αδύνατον …αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσεις και μας νικήσεις, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσεις παπάδες.
Αν όμως νικηθείς …θα είναι ντροπή σου». Τέλος, σώζονται στη Μονή μικρά κανόνια τού Αγώνα.
Αλλά και στην Κατοχή (Δεκέμβριος τού 1943), οι μοναχοί πλήρωσαν τη θηριωδία των Ναζί, καταληστεύεται η Μονή, καίγονται όσα κελιά γλύτωσαν την πυρκαγιά τού 1934, θανατώνονται 16 άτομα (μοναχοί, υποτακτικοί και προσκυνητές). Άλλους 9 μοναχούς, οι Ναζί τους θανάτωσαν ρίχνοντάς τους από τη θέση «Ψηλός Σταυρός».
Στο Μουσείο της Μονής υπάρχουν πολλά άξια θαυμασμού ιερά και εθνικά κειμήλια: εθνικές στολές, σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, πολύτιμοι καλλιτεχνικότατοι χρυσοί σταυροί με τίμιο ξύλο, ιερά σκεύη, μεγάλης αξίας εικόνες, χαλκογραφίες, επτανησιακό τέμπλο, ωραίο δισκίο, εξαπτέρυγα, το ωμοφόριο του Χρύσανθου Νοταρά, επιτάφιοι, αντιμήνσια, προσωπογραφίες κ.α. Σε ειδικό παρεκκλήσιο παρουσιάζονται άλλες εικόνες, λειψανοθήκες (κάρες των ιδρυτών τής Μονής) κλπ., ενώ σε άλλη στεγάζεται η βιβλιοθήκη της Μονής, που σώζει ακόμη δεκάδες παλαιότυπα.
Από τα αξιοθέατα οι μοναχοί συνήθως δείχνουν στον επισκέπτη το «Τρύπιο Λιθάρι» (οπή απ’ οπού διέρχεται το φως τού ήλιου μόνο στις δύο ισημερίες του), το τεράστιο βαρέλι «Αγγελής» (χωρητικότητας 10.000 περίπου κιλών) και στην απέναντι κορυφή το «1821» γραμμένο από την ίδια τη φύση. Δίκαια, λοιπόν, η φήμη του Μοναστηριού είχε ξεπεράσει τα σύνορα τής Πελοποννήσου.
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ!