Καλάβρυτα, 21 Μαρτίου
Μάρτιος του 1821 – Μονή Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων: Στον παλαιό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το λιγοστό φως τρυπώνει με δυσκολία από τους φεγγίτες. Δεν έχει ακόμη ξημερώσει και η ομίχλη είναι πυκνή. Και όμως! Στην Ωραία Πύλη διακρίνεται περίλαμπρος, μέσα στα ολομέταξα αρχιερατικά του άμφια, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Εκ δεξιών του ο επίσκοπος Καλαβρύτων και Κερνίτσης Προκόπιος στυλώνει τα μάτια του στον Παντοκράτορα του τρούλου. Εξ αριστερών του ο ηγούμενος της Μονής Καλλίνικος σκυμμένος σιγοψέλνει μια προσευχή των καλόγερων. Τριγύρω βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι προεστοί της επαρχίας και οι οπλαρχηγοί με τις παχιές τις φουστανέλες και τα μεϊντανογέλεκα. Γονατιστά και τα πρωτοπαλίκαρα του τόπου με χείλη σφαλιστά και τις ψυχές παραδομένες στον Αγώνα.
«Ελευθερία ή Θάνατος, παλικάρια μου» φωνάζει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και υψώνει για λάβαρο το χρυσοπόρφυρο παραπέτασμα του «Φοβερού Βήματος». Ο Ασημάκης Ζαΐμης, γέρος και ακόμη σκλαβωμένος δακρύζει στην προοπτική της λευτεριάς. Ο γιος του, Ανδρέας Ζαΐμης, σφιχταγκαλιάζεται με τους Πετμεζαίους, τον Αναγνώστη και τον Βασίλη, ενώ ο Λόντος και ο Χαραλάμπης κρατούν ακόμη τα χέρια τους ψηλά, στο σχήμα του σταυρού. «Το Θούριο, μωρέ παιδιά» ακούγεται ο Θεοχαρόπουλος και ο Ασημάκης ο Σκαλτσάς αρχίζει την αντάρα: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…».
18 του Μαρτίου μια μέρα μετά του Αγίου Αλεξίου. Η πρόφαση της θρησκευτικής πανήγυρης του μοναστηριού, ο Αγιος που οι ραγιάδες του καζά των Καλαβρύτων τιμούν, γίνεται το θεμέλιο της μυστικής συγκέντρωσης. Ο Β. Γ. Παπαγεωργίου στο βιβλίο του «Τα ιστορικά γεγονότα των Καλαβρύτων και η έναρξις της Επαναστάσεως του 1821» συμφωνεί με τη συγκεκριμένη ημερομηνία και κάνει λόγο για την προηγούμενη σύσκεψη της Βοστίτσας (το σημερινό Αίγιο) αλλά και για την κινητικότητα των προεστών και του κλήρου: «Στη συνέλευση της Βοστίτσας παρεδέχθησαν ως ημέραν εξεγέρσεως την 25η Μαρτίου, εάν οι απαντήσεις θα ήσαν ευνοϊκές, άλλως την 23η Απριλίου, εορτήν του Αγίου Γεωργίου, αν αργούσαν και ήσαν ευνοϊκές, άλλως την 21η Μαΐου. Διότι θα έστελναν… να πληροφορηθούν τις διαθέσεις της Ρωσίας. Καθώρισαν δε στο τέλος να κηρύξουν πρώτοι την Επανάσταση, εάν η Τουρκική εξουσία τους προσεκάλει στην Τρίπολη και δεν μπορούσαν να συμμορφωθούν».
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 21 του Μαρτίου, ο Αγώνας για τη λευτεριά αρχίζει από τα Καλάβρυτα. «Ηταν σούρουπο» γράφει ο Ν. Παπαδόπουλος, στην Ιστορία του με τίτλο «Ο κατακαημένος Μοριάς», «όταν φτάνουν στα Καλάβρυτα περί τους 200 πολεμιστές κι αρχίζει το μακελειό. Γενικεύτηκε η μάχη, κατελήφθησαν οι πύργοι των Τούρκων αξιωματούχων κι έχουμε την πρώτη νικηφόρο μάχη και την πρώτη πόλη, αυτή των Καλαβρύτων, στην οποία αποδόθηκε η ελευθερία».
Ωστόσο, έριδες τοπικιστικού χαρακτήρα και σύγχρονες ιστορικές αντιπαλότητες έχουν, εδώ και αρκετά χρόνια, διαμορφωθεί. Από τη μια βρίσκονται οι Καλαβρυτινοί και από την άλλη οι Μανιατο-Καλαματιανοί. Οι μεν υποστηρίζουν ως ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης την 21η του Μάρτη, προβάλλοντας το έρεισμα της μάχης των Καλαβρύτων. Οι δε, με κεντρομόλο την 23η του Μάρτη, «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους» υπέρ του ρόλου των Μαυρομιχαλαίων και των υπόλοιπων αγωνιστών στα κακοτράχαλα βουνά της Μάνης. Και όλα αυτά για δύο μόλις ημέρες! Που δεν είναι όμως αρκετές, για να διασκεδάσουν τη βεβαιότητα της 25ης Μαρτίου! (Αυτή τη βεβαιότητα που τα σχολικά βιβλία και οι δάσκαλοι ανέκαθεν διατυμπάνιζαν στους απογόνους εκείνης της μαχόμενης γενιάς· αυτή τη σιγουριά που τόσα και τόσα χρόνια έθρεψε τους Ελληνες και αποτέλεσε το «έτερον εκάτερον» του μύθου και της αλήθειας). Η διπλή αναπαράσταση
177 χρόνια μετά. Ο Μάρτης του 1821 έφερε το Μάρτη του 1998. Στα Καλάβρυτα κάνουν και φέτος τη διπλή αναπαράσταση: η μία, στο κέντρο της πόλης, έγινε μόλις χθες (στις 21) και έπεται άλλη μία, στην Αγία Λαύρα, στις 25. Οι σημερινοί Καλαβρυτινοί μετουσιώνουν τους Καλαβρυτινούς του 1821. Μικροί και μεγάλοι υποδύονται τους μικρούς και μεγάλους ιστορικά επιφανείς αλλά και αφανείς της εποχής του Αγώνα. Είναι αρκετά τα χρόνια που γίνεται αυτή η «αναβίωση» στα Καλάβρυτα, όπου άνθρωποι, ζώα και άψυχο υλικό συμπράττουν σε μια μεγαλειώδη παράσταση, χωρίς επαγγελματική σκηνοθεσία! Κι ακούγεται υπερβολικό: «Δύο αναπαραστάσεις; Γιατί, η μία δεν είναι αρκετή;». Σ’ αυτό μόνον οι Καλαβρυτινοί μπορούν να απαντήσουν, χωρίζοντας και διακρίνοντας τους δύο αυτόφωτους ρόλους: «Αλλο τα Καλάβρυτα κι άλλο το μοναστήρι. Μα και τα δυο μαζί είναι το ένα σύμβολο· αυτό της Λευτεριάς».
Μάρτυρες αυτού του συμβόλου οι απόγονοι των ένδοξων αγωνιστών από το βιλαέτι των Καλαβρύτων κι από τα τέσσερα σέμπτια του της Λαπάτας, της Κλουκίνας, της Κατσάνας και του Λειβαρτζιού. Γι’ αυτούς «η σύγχρονη ζωή είναι το αποτέλεσμα εκείνης της θυσίας». «Το αίμα των προγόνων που χύθηκε γίνεται το σύμβολο της Εθνικής Παλιγγενεσίας, το “εξανέστημεν” του τόπου». Οχι ότι για όλους τους υπόλοιπους το μήνυμα της Επανάστασης δεν χτυπά και τη δική τους πόρτα. Αλλά να! Είναι περισσή η περηφάνια των Νταφαλιαίων από το Μάζι, του Ιάκωβου Ντόκου απογόνου του διακόνου της Αγίας Λαύρας Γρηγορίου Ντόκου, του Γιάννη Σαρδελιάνου, του παπα-Σωτήρη Κόσκορη.
Ο παπα-Σωτήρης είναι ένας άνθρωπος ζεστός και φιλικός. Χαίρεται που είναι ο εφημέριος της Πολιούχου Παναγιάς, κυρίως γιατί είναι σε θέση να «φωνεί κατ’ όνομα» τους ενορίτες του. Το «Ελευθερία ή Θάνατος» είναι βαθιά χαραγμένο στην καρδιά του, λόγω της ένδοξης καταγωγής του. «Ο δικός μου πρόγονος ήταν ο Παναγιώτης Κόσκορης. Γεννήθηκε στους Σαβανούς – το σημερινό Καλλιφώνιο». Αρχισε να μιλά για τη ζωή και τη δράση του αγωνιστή Παναγιώτη Κόσκορη: για τότε που πολύ μικρός πήγε στην Αγία Λαύρα, «γιατί στο πατρικό του δεν είχε ψωμί»· για τις υπηρεσίες του στους στάβλους της Μονής αλλά και στους στάβλους του Γιακούμπ Αγά στα Καλάβρυτα· για την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον γάμο του και τους δυο γιους του, τον Αλέξη και τον Γιώργη· για τον ρόλο που έπαιξε ο αγωνιστής Αναγνώστης Στριφτόμπολας στη μύησή του στον Αγώνα· για τον περίφημο διάλογό τους: «Κόσκορη, τρως μπαρούτι;», «Με τις χούφτες, καπετάνιο!»· για τον έξυπνο τρόπο της κλοπής των αλόγων του Γιακούμπ Αγά τη νύχτα του Αγίου Αλεξίου: «Εδεσε με ύφασμα τις οπλές των αλόγων, για να μη χτυπήσουν τα πέταλά τους στην πλακόστρωτη αυλή. Ομως το τελευταίο άλογο (από τα πέντε) λύθηκε και χλιμίντρισε αφηνιασμένο. Ο Αγάς τον πήρε χαμπάρι και τον τουφέκισε, αλλά η σιδερένια αγκράφα του τον έσωσε κι αυτόν και τον Αγώνα!»· για τη συμμετοχή του στη μάχη των Καλαβρύτων (στις 21 του Μάρτη) και για το πρώτο τουφέκι που έριξε ο ίδιος, «θέλοντας να σώσει από ένα γιγαντόσωμο Οθωμανό ένα συμπατριώτη του, το Στάθη, παρακούοντας στις εντολές να χρησιμοποιήσουν μόνο γιαταγάνια και σπαθιά».
Ολα αυτά κάνουν πολύ περήφανο τον παπα-Σωτήρη, που νιώθει την ανάγκη να μιλήσει και για το σπαθί του προγόνου του, πάνω στο οποίο «είναι ακόμη ξεραμένο το αίμα απ’ τα κεφάλια των Τουρκαλάδων!». Εχει όμως ένα παράπονο: «Από πλευράς πολιτείας δυστυχώς υποβαθμίζεται αυτή η εορτή. Θα έπρεπε να παρίστανται όχι οι γραμματείς των υπουργείων και μόνον βουλευτές τους οποίους βεβαίως τιμούμε αλλά και κάποια υψηλότερα πρόσωπα και κυβερνητικά. Και αν θέλετε, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας». «Είναι ένα γενικό παράπονο» τονίζει. «Ο κόσμος έρχεται αλλά πολλές φορές φεύγει πικραμένος, γιατί η πολιτεία δεν τιμά δεόντως τους αγωνιστές εκείνους, οι οποίοι χύσανε το αίμα τους, για να ζούμε σήμερα εμείς ελεύθεροι. Υπήρξαν ομιλητές, λόγου χάρη, οι οποίοι υποστήριξαν ότι ο Αγώνας του 1821 δεν έγινε για την ελευθερία και την πίστη ιδανικά που στέναζαν κάτω από τον κατακτητή για 400 χρόνια αλλά έγινε γιατί δεν είχαν ψωμί. Κάποια ταπεινότερα δηλαδή πράγματα συσχετίστηκαν με τα ιδανικά του Γένους. Ελέχθησαν αναλήθειες! “Δεν υπήρξε Αγία Λάυρα”, “δεν υπήρξε Παλαιών Πατρών Γερμανός”, “δεν ευλογήθηκαν ποτέ όπλα”… Είναι μάλλον θέμα ιδεών. Πρέπει να σβήσουμε από το χάρτη την Αγία Λαύρα, πρέπει να σβήσουμε το λάβαρο, πρέπει να σβήσουμε την Εκκλησία, πρέπει να σβήσουμε, εν τέλει, πολλά πρόσωπα και πράγματα, που στέκονται εμπόδιο στα σχέδια μερικών!».
Οι απόψεις του παπα-Σωτήρη ταυτίζονται με τις απόψεις πολλών άλλων Καλαβρυτινών και όχι μόνο… Ολοι τους νιώθουν ευτυχείς που ζουν σ’ έναν τόπο τόσο ένδοξο αλλά και τόσο όμορφο. Και δεν έχουν άδικο. Τα Καλάβρυτα μοιάζουν αιώνια «ευλογημένα» να είναι ελεύθερα. Χτισμένα αρκετά ψηλά μπορούν να ατενίζουν τον κάμπο, να δίνουν στους κατοίκους τους αυτή την αίσθηση του ανυπότακτου, του λεύτερου. Μια ακόμη ιστορική απόδειξη ο λόφος του Καππή, εκεί όπου η ναζιστική θηριωδία έδειξε (στις 13.12.1943) το πραγματικό της πρόσωπο εξοντώνοντας 1.300 άντρες σε μια ύστερη του 1821 προσπάθεια ταπείνωσης της αγέρωχης καλαβρυτινής ψυχής.
Η επίσκεψη στην πόλη των Καλαβρύτων λειτούργησε ως αφορμή για να ξυπνήσουν οι αναμνήσεις: ακούγοντας τους θρύλους και τους μύθους για τους τσοπάνηδες που ξεσήκωναν τις νύχτες φασαρία μέσα στα δάση φωνάζοντας «Ο λύκος! Ο λύκος!» και ξεγελούσαν έτσι τους τούρκους αγάδες, για να τους δίνουν μπαρούτι και σφαίρες· κοιτάζοντας τον πύργο των Πετμεζαίων στα Σουδενά και έχοντας στο μυαλό το δημοτικό τραγούδι του μπαρμπα-Θάνου «… στη Ζάχουλη δεν πάω γω / δεν παίρνω Ζαχουλίτη / θα πάρω αχ τα Σουδενά / που ‘ναι οι Πετμεζαίοι, / όπου φορούν τα τσάμικα / τις ασημένιες πάλες / τις πέντε αράδες τα κουμπιά / τις έξι τα τσαπράζια / τις ασημένιες τραχηλιές / τις ασημοκουμπούρες»· μαθαίνοντας για τα λημέρια και τα αρματολίκια στο Μάζι (την περίφημη «γατότρυπα») και στην Καστανιά του Χελμού αλλά και για τη δράση του λήσταρχου Πανόπουλου, «που έστηνε καρτέρι κι έκλεβε τα χρήματα των πλούσιων, για να τα δώσει στους φτωχούς και τους αδικημένους Ελληνες»· θαυμάζοντας τον τεράστιο πλάτανο της Μονής της Αγίας Λαύρας, ηλικίας 600 ετών, κάτω από τον οποίο προεστοί, κλήρος και πολεμιστές συναντούσαν την ελευθερία· υπενθυμίζοντας τον καταλυτικό ρόλο της Αϊσέ, της τουρκοπούλας που έσωσε πολλούς επιφανείς Ελληνες από την κρεμάλα του πασά της Τριπολιτσάς ανακοινώνοντας το μυστικό του πατέρα της στον Παναγιωτάκη Φωτήλα, εμπνεόμενη από τον έρωτά της προς αυτόν. «Πρέπει να της κάμουμε εικόνισμα. Αναμφιβόλως, εάν δεν επενέβαινε η Αϊσέ, η επανάσταση θα εματαιούτο» γράφει σε επιστολή του ο Ανδρέας Λόντος· στις διηγήσεις για το πρώτο τουφέκι στο Αγρίδι Κλουκινών στις 14 του Μάρτη και για τη Χελωνοσπηλιά της Λυκούριας Καλαβρύτων, όπου ο Χονδρογιάννης, ο Δημόπουλος, ο Λαμπρούλιας και τα αδέρφια Ντόλκα άρπαξαν τα χρήματα του Δημοσίου από τον τραπεζίτη Ταμπακόπουλο στις 16 εκείνου του Μάρτη.
Κάποιοι Καλαβρυτινοί μιλούν για τα πολλά χρόνια που πέρασαν από το 1821 και για την αναμενόμενη δυσκολία επαφής τού τότε με το σήμερα. Δεν πιστεύουν όμως ότι οι νέοι δεν γνωρίζουν την Ιστορία του τόπου τους. «Οι νέοι ξέρουν· τα ‘χουν χωνέψει αυτά. Κι αν τα ξεκαθαρίσεις στο μυαλό σου, δεν τα ξεχνάς ποτέ» υποστηρίζει η κυρία Αγλαΐα Λουκοπούλου – Λυμπέρη, συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Το ίδιο θα πει και ο κ. Χρήστος Φωτεινόπουλος, αντιδήμαρχος και λυκειάρχης στην πόλη των Καλαβρύτων: «Τα παιδιά είναι ευαισθητοποιημένα για την 25η Μαρτίου. Φέτος ανοίγουμε και πάλι την παρέλαση των Αθηνών και για δεύτερη χρονιά έχουμε τον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας, με τη συμμετοχή των Καλαβρύτων και του Ναυπλίου. Είναι τιμητική η διάκριση. Γεμίζει περηφάνια τα παιδιά μας».
Ο Δ. Παλαιολογόπουλος στο βιβλίο του «Οι κοτζαμπάσηδες των Καλαβρύτων και ο ρόλος τους στην Επανάσταση του 1821» αναφέρει ότι «τα Καλάβρυτα είχαν 40.000 κατοίκους πριν από το 1821. Τόσους είχαν μαζί και οι δύο άλλες επαρχίες της Αχαΐας, η Πάτρα 30.000 και η Βοστίτσα (Αίγιο) 10.000. Στις μέρες μας φαίνεται λίγο απίστευτο αν πούμε ότι τα Καλάβρυτα την πριν από το 1821 εποχή ήταν η πιο μεγάλη σε πληθυσμό περιοχή του Μοριά. Κι όμως είναι αλήθεια…». Σήμερα τα Καλάβρυτα δεν έχουν την αλλοτινή τους ακμή. Ωστόσο «αυτός ο τόπος δεν πληγώνει» θα πει ο κ. Φωτεινόπουλος. «Και δεν πληγώνει, γιατί υπάρχει ο νόστος. Ολος ο αγώνας και ο δικός μου και των υπολοίπων είναι γι’αυτή την επιστροφή».
«Τα Καλάβρυτα» λέει ο κ. Φωτεινόπουλος «γίνονται η μνήμη της Ελλάδας. Είναι η πορεία προς την Ιθάκη· ο συνεχής αγώνας για ελευθερία και αξιοπρέπεια, όπου ελευθερία θα πει να επιλέγεις την άριστη δυνατότητα και αξιοπρέπεια να στέκεσαι με ήθος στα μεγάλα προβλήματα. Αυτό ακριβώς που έκαναν και οι αγωνιστές του Εικοσιένα. Δεν πρέπει να μονοπωλούμε όμως το ενδιαφέρον, επειδή ο Αγώνας του 1821 ξεκίνησε από εδώ». Την ίδια στιγμή έρχεται στο παρόν, σε αυτό που βιώνουν οι Καλαβρυτινοί και ίσως και όλοι οι Ελληνες: «Δε θα ‘θελα να κάνω αυτόν τον παραλληλισμό αλλά τα σημερινά λημέρια είναι οι καφετέριες και τα μπαράκια. Υπάρχουν όμως κι άλλα κι αυτό αγωνίζομαι να πετύχω: η Βιβλιοθήκη, η Φιλαρμονική, η Αθλητική Ενωση, ο Σκακιστικός Σύλλογος. Ακολουθώντας το μήνυμα των αγωνιστών του Εικοσιένα, πρέπει να φτιάξουμε λημέρια πολιτιστικής και πνευματικής ολοκλήρωσης».