Χιόνι… παγωνιά… και το ξεροβόρι να σεργιανίζει από τις κορφές του Χελμού στις πλαγιές της Βελιάς και του Κάστρου και να φτάνει ως την κοιλάδα του Βουραϊκού.
Όμορφα τα Καλάβρυτα!.. Τα χειμωνιάτικα!.. Τα Χριστουγεννιάτικα!.. Τα χιονισμένα!..
Και εμείς, πριν από τόσες μέρες κανονίζαμε να πούμε τα κάλαντα. Ένα-ένα παιδί ή παρέες-παρέες. Με ποιο τρόπο… τι ώρα… από πού θα αρχίζαμε…
Κι όλη αυτή η ετοιμασία έδινε την ξεχωριστή όψη και την ιδιαίτερη ευχαρίστηση, που νιώθει η παιδική ύπαρξη τις μέρες κείνες πριν απ’ τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, που κορυφώνονταν με τον ερχομό τους. Κι η αποθυμιά κι η απεκδοχή, μέσα σου φούντωναν, περιμένοντας την ώρα. Κι ένας αγώνα για την καλύτερη οργάνωση της παρέας, που θα απέφερε περισσότερα οφέλη, άρχιζε.
Κι η παραμονή της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν η τελευταία ημέρα, που ορίζονταν οι λεπτομέρειες.
Κι η τελευταία ״πρόβα״ για την καλύτερη εκτέλεση των καλάντων.
Άντε και να τα πούμε όλοι μαζί να δούμε τα θυμόμαστε καλά;
Να δούμε αν συγχρονιζόμαστε, να δούμε ποιοι θα παίξουν όργανο και ποιο ∙ και ποιος θα κρατά το χαρτοκούτι με τη σχισμή, όπου μέσα θα ρίχνονταν τα κέρματα (δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια, δραχμές και κάπου-κάπου κανένα τάλιρο).
Έτοιμη η ορχήστρα μας ∙ βράδυ παραμονή της παραμονής ∙ τέλειωσαν και τα σχολεία κι αύριο πρωί-πρωί ξεκινάμε.
… Ήμασταν τρεις φίλοι ∙ συμμαθητές ∙ συμμουσικοί. Ο Θύμιος, ο Τάκης κι εγώ. Κι είχαμε συμφωνήσει εκείνη τη χρονιά, το 1962, να συγκροτήσουμε τη μικρή μας ορχήστρα κι από κοινού να πούμε τα κάλαντα.
Ήταν όλα έτοιμα και την άλλη μέρα (παραμονή των Χριστουγέννων) με το χάραμα, 7 η ώρα το πρωί παρακαλώ, ραντεβού στο σπίτι του Θύμιου.
…Ξημέρωσε η μέρα του Θεού… Με ένα βοριά που περόνιαζε, μ’ ένα μουντό ουρανό και μια παγερή ατμόσφαιρα, που ζωγράφιζε τις μύτες και τα αυτιά με κόκκινο χρώμα.
Βαριά παλτά, κουκούλες, κασκόλ, μάλλινα γάντια και ξεκινάμε. Ο Θύμιος με το ακορντεόν, ο Τάκης με το κλαρίνο κι εγώ με το τρίγωνο και το χαρτοκούτι. Γρήγορα-γρήγορα να περάσουμε απ’ όσο γίνεται περισσότερα σπίτια και να υπολογίζουμε στη μεγάλη αμοιβή.
Στη μικρή μας πόλη μια αναστάτωση έβλεπες. Μια ζωντάνια. Μια κινητικότητα. Παιδιά μικρά, μεγάλα, μεγαλύτερα, μόνα τους, δυο-δυο, τρία-τρία… να λένε τα κάλαντα. Και γέμιζε ο παγωμένος αέρας από ζεστές παιδικές φωνές. Τρεξίματα… χτυπήματα στις πόρτες… και συχνά-πυκνά: «Να τα πούμε;»… «Πέστε τα!.. πέστε τα!..»
Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας…
Και μπλέκονταν οι ״μελωδικές״ φωνές με τους μουσικούς ήχους του ακορντεόν και του κλαρίνου κι έπεφταν τα κέρματα απ’ το υστέρημα των νοικοκυρών κι ας έκανε κανένα φάλτσο το κλαρίνο του Τάκη, γιατί η παγωνιά είχε κοκαλώσει τα δάχτυλα και τα χείλια. Όμως, χαμογελούσε το παιδικό πρόσωπο όσο το χαρτοκούτι βάραινε.
Και ζούσαμε όμορφα, ευτυχισμένα, αγγελικά, κείνες τις στιγμές, που για εμάς ήταν πράγματι ώρες χαράς, ανεμελιάς κι αγαλλίασης.
…Κι απ’ τα Χριστούγεννα στην Πρωτοχρονιά. Η ίδια παρέα. Εμείς οι τρεις φίλοι.
Να τα πούμε βρε παιδιά και την Πρωτοχρονιά! Έτσι είναι το έθιμο.
Πάρθηκε η απόφαση με το ίδιο σχήμα, με το ίδιο πρόγραμμα, με την ίδια πρακτική.
Νωρίς πρωί παραμονή Πρωτοχρονιάς… Ο Θύμιος με το ακορντεόν, ο Τάκης με το κλαρίνο κι εγώ με το τρίγωνο και το χαρτοκούτι… Εκείνες τις μέρες του 1962.
… Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της μνήμης… στις ώρες της μοναξιάς… στις ώρες της αναπόλησης και της φαντασίας… στις ώρες της παιδικής θύμησης…
Ακούς τις φωνές των παιδικών φίλων, με τους γλυκούς ήχους του κλαρίνου και του ακορντεόν, να λένε μες στου μυαλού τη σκέψη τα κάλαντα…
Να τα πούμε;
Πέστε τα… πέστε τα…
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δενδρολιβανιά, κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος…
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ!!! ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!
(Πρώτη δημοσίευση Φ.τ.Κ., Δεκέμβρης 1994,σελ.3)