Η είδηση του θανάτου του Γιώργου Γιαννέλου, ενός ανθρώπου που σημάδεψε τον Καλαβρυτινό πολιτισμό και κόσμησε την Καλαβρυτινή κοινωνία, σκόρπισε τη θλίψη σε όλους τους Καλαβρυτινούς, στους οποίους προσέφερε επί δεκαετίες απλόχερα το ταλέντο του με αφοσίωση και ήθος. Άφησε πίσω του σπουδαία παρακαταθήκη ως άνθρωπος, ως οικογενειάρχης, ως ενεργό μέλος της κοινωνίας μας.
Η Ένωση Καλαβρυτινών Αθήνας απευθύνει θερμά συλλυπητήρια στην αγαπημένη του οικογένεια. Η μνήμη του θα είναι αιώνια…
Αναδημοσιεύουμε από τα φύλλα 34 & 35 της «Κ.Η.» (έτους 2017) το συγκινητικό αφιέρωμα που είχε ετοιμάσει για τον αγαπημένο του φίλο, ο κ. Μίμης Ι. Χριστοδούλου.
«Ο Δήμος Καλαβρύτων, με μια απόφασή του απολύτως δικαιολογημένη, σωστή και επίκαιρη, αποφάσισε να τιμήσει, σε μια τελετή που έγινε στις 21.03.17 τον φίλο και συμπατριώτη μας Γιώργο Γιαννέλο, για το σύνολο της προσφοράς του στα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου μας αλλά και για την παρουσία του σε όλες τις εκδηλώσεις που συμβάλουν στην προβολή των Καλαβρύτων, του ρόλου τους και της προσφοράς τους. Για μας τους Καλαβρυτινούς ο Γιώργος είναι αρκετά πράγματα όλα μαζί σε ένα, απ’ όλα αυτά όμως, ξεχωρίζουν τα εξής:
• Είναι ένας καλός συμπατριώτης μας, που μετά από ατέλειωτα χρόνια σκληρής βιοπάλης, αφού δημιούργησε μια άριστη και δεμένη οικογένεια, τώρα περνά τα χρόνια της σύνταξής του, πάντα μένοντας στα Καλάβρυτα, και είναι απόλαυση για τον καθένα μας να πίνουμε καφέ μαζί του στην καφετέρια και να ακούμε τις απόψεις του, τις ιστορίες του, τις σκέψεις του και την κριτική του πάνω σε κάθε τι το ενδιαφέρον.
• Είναι, για περισσότερα από τριάντα χρόνια, η ψυχή και ενεργοποιό στοιχείο του θεατρικού ομίλου ΠΑΝΟΣ ΜΙΧΟΣ, που με τα χρόνια έχει γίνει από τα βασικά στοιχεία πνευματικής δημιουργίας στην πόλη μας.
• Είναι, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, και όλα δείχνουν ότι θα είναι και για πολλά ακόμα χρόνια που θα ακολουθήσουν, η θεατρική ενσάρκωση του καλόγερου Καλλίνικου, που έχει τον ρόλο του αφηγητή – συντονιστή του θεατρικού δρώμενου της αναπαράστασης της κήρυξης της επανάστασης του 1821, στην Αγία Λαύρα. Αν αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω τα συμπτύξουμε σε λίγες λέξεις, τότε, ο Γιώργος Γιαννέλος είναι εκείνος ο μεροκαματιάρης δημιουργός και διασπορέας πολιτισμού στην πόλη μας, που έχει με μεγάλη αποτελεσματικότητα τον μακρότερο χρόνο συνεχούς προσφοράς.
Πριν αναφερθώ πιο αναλυτικά στην πορεία της ζωής του και σε επί μέρους στοιχεία της δημιουργικής του προσφοράς, θέλω να κάνω ξεκάθαρα ορισμένα πράγματα, για τα οποία συνήθως υπάρχει σύγχυση τόσον όσον αφορά στο ακριβές περιεχόμενο της χρησιμοποιούμενης ορολογίας, όσο και ως προς τις πρακτικές επιπτώσεις / επιρροές των όρων που χρησιμοποιούνται. Έχουμε λοιπόν:
1. Με την λέξη πολιτισμός αποδίδουμε στη γλώσσα μας τον διεθνή όρο Civilization που το πρώτον υποδείχθηκε από τον Anne – Robert – Jacques Turgot το 1752. Με βάση τον σχετικό ορισμό, η επιτυχία και η επίδραση στην ανθρώπινη ζωή του πολιτισμού δεν μετράται, κατά βάση, από τα αισθητικού τύπου αποτελέσματά του, αλλά κυρίως μετράται από την διάρκεια και την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής (βλέπε Nial Ferguson, Civilization – Penguin books, 2011).
2. Από την ετυμολογία της και μόνο, η λέξη Civilization παραπέμπει σε κάτι που γεννιέται στις πόλεις ( cities ). Επομένως το να προσφέρεις πολιτισμό ή πολιτιστικές ευκαιρίες στα Καλάβρυτα, είναι ουσιαστικά μια αναβάθμιση των δυνατοτήτων των κατοίκων των Καλαβρύτων που, εν τέλει, τους προσφέρονται δυνατότητες να επωφεληθούν και να απολαύσουν κάποια από τα στοιχεία που, εξ ορισμού, γεννιόνται και ενυπάρχουν στις πόλεις.
3. Όλοι μας, σχεδόν με έναν αυτόματο τρόπο, θεωρούμε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα του πολιτισμού. Την ίδια αίσθηση έχουν, δικαιολογημένα και πολλοί μη Έλληνες. Είναι προφανές, ότι ο πολιτισμός παράγεται από κάποιους, ή όλους τους ανθρώπους ενός τόπου και άρα οφείλουμε σεβασμό και τιμή σε όλους αυτούς και χρειάζεται να την εκφράζουμε αυτή την τιμή δείχνοντας, εκτός των άλλων και ενδιαφέρον για την δουλειά τους.
4. Ποτέ δε γεννιέται και δεν ολοκληρώνεται μια πολιτιστική δημιουργία στο κενό και ούτε αυτή παράγεται από ένα μόνο άτομο. Για να αναπτυχθεί πολιτιστική δράση χρειάζεται το κατάλληλο πολιτιστικό περιβάλλον όπως και απαιτείται κάποια προΰπαρξη ενός πολιτιστικού υποστρώματος.
Ο Γιώργος ο Γιαννέλος (Γ.Γ.), π.χ. παράγει πολιτιστικό έργο στα Καλάβρυτα, αλλά ποια ήταν τα στοιχεία που τον ενεργοποιούσαν, και τι θα τον οδηγούσε μια τέτοια δραστηριότητα αν δεν υπήρχε η Φιλαρμονική των Καλαβρύτων, ή αν το Καλαβρυτινό κοινό ήταν αδιάφορο πάνω στα θέματα του πολιτισμού; Όλα τα ανωτέρω δεν παρατίθενται γιατί θέλω να σας απασχολήσω με κάποια θεωρητική πνευματική αναζήτηση πάνω στην έννοια του πολιτισμού. Τα παραθέτω γιατί θέλω να τα συνδέσω με τον Γ. Γ. και την προσφορά του, την οποία, με κάποιο τρόπο, θα προσπαθήσω και να αποτιμήσω. Βασίζομαι βέβαια, για όλα αυτά, στην κοινή, νομίζω, παραδοχή όλων μας, πως για εμάς, ο Γ.Γ., κυρίως σημαίνει, ότι είναι εκείνος ο συμπατριώτης μας, που φροντίζει να δημιουργήσει και να διασπείρει πολιτιστικά αγαθά στον τόπο μας.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΣΗ του Γ.Γ. μέσα στο ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟ ΤΟΠΙΟ
Με τον Γ.Γ. είμαστε σχεδόν σύγχρονοι (όχι απολύτως συνομήλικοι) που σε πολλές στιγμές (και ιδίως στα παιδικά και τα εφηβικά μας χρόνια) οι πορείες μας ή ήταν παράλληλες, ή κατά περίπτωση ήταν τεμνόμενες, σε όλες όμως τις περιπτώσεις ήταν πολύ κοντινές. Πολλά, λοιπόν, από όσα θα σας αναφέρω, έχουν κάποιο βιωματικό χαρακτήρα, από την πλευρά μου. Ο Γ.Γ. γεννήθηκε με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, σε μια πολύ κοντινή ημέρα με την ημέρα κατά την οποία ο πατέρας του σκοτώθηκε, στο βομβαρδισμό του Πειραιά, σε μια από τις τελευταίες άθλιες πράξεις πολέμου που έκαναν οι Γερμανοί στην κατακτημένη Ελλάδα. Το όνομά του Γιώργος είναι το ίδιο με το όνομα του σκοτωμένου πατέρα του. Η οικογένειά του (η μητέρα του, η κυρά Ντίνα και ο παππούς του ο μπάρμπα Στέλιος) έμεναν σε ένα μικρό πλινθόκτιστο σπιτάκι απέναντι από το Νοσοκομείο, στα Καλάβρυτα (στον ίδιο ευρύτερο χώρο που είναι και το σημερινό σπίτι της οικογένειας του Γ.Γ.).
Η κυρά Ντίνα ήταν μια κοντή, λιπόσαρκη και αεικίνητη γυναίκα που δούλευε σαν καθαρίστρια στο Νοσοκομείο και αποτελούσε την επιτομή του χαμηλών τόνων καλού ανθρώπου, που θεωρούσε ότι βασικό στοιχείο της δουλειάς της δεν ήταν μόνο να υπάρχει ένα πεντακάθαρο Νοσοκομείο, με δάπεδα που λάμπουν και καθρεφτίζεσαι επάνω τους, αλλά και η προσφορά κάθε κουβέντας στήριξης και παρηγοριάς, σε κάθε άνθρωπο, στον καθένα που πέρναγε την πόρτα του Νοσοκομείου. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η κυρά Ντίνα ήταν ένας άγγελος καλοσύνης που κυκλοφορούσε ανάμεσά μας, ένας άγγελος που είχε τη μορφή μιας συνειδητής, αφοσιωμένης και αποτελεσματικής εργαζόμενης. Ακόμα και στις τελευταίες στιγμές του, αυτός ο άγγελος, όταν οι πόνοι από την αρρώστια που την βασάνιζε ήταν αφόρητοι, εκείνη, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις της και με όσο χαμόγελο κατάφερνε να χαραχθεί στα πονεμένα χείλη της, ενθάρρυνε και παρηγορούσε τους γύρω της, έκανε προσφορά κουράγιου μέχρι την τελευταία της στιγμή.
Ο μπάρμπα Στέλιος, που ενσάρκωνε το πατρικό πρότυπο για τον Γ.Γ. (ο πατέρας της κυρά Ντίνας), ήταν ένα ηλικιωμένο άτομο, καλόβουλο και θυμόσοφο αλλά και αρκετά καταβεβλημένο και εξουθενωμένο από τα γηρατειά, την πολλή δουλειά και τις σκληρές συνθήκες της ζωής του. Ήταν πρόσφυγας από την Μικρά Ασία και δούλευε σαν μπαξεβάνος (περιβολάρης). Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του, αλλά στα Καλάβρυτα, μετά την καταστροφή, πού να βρεθεί δουλειά, ακόμα και για τον καλύτερο γέρο περιβολάρη;
Το Δημοτικό Σχολείο, στα Καλάβρυτα, στα μέσα της δεκαετίας του 50, λειτουργούσε, με αρκετή για την εποχή του επάρκεια (κυρίως λόγω της αφοσίωσης, του ζήλου και του επαγγελματισμού των δασκάλων/σων που υπηρετούσαν σε αυτό), είχε όμως μια σύνθεση μαθητών κάπως παράξενη – η οποία όμως ήταν αρκετά δικαιολογημένη λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στην πόλη μας. Στην ίδια τάξη πήγαιναν παιδιά που μεταξύ τους είχαν πέντε ή και περισσότερα έτη ηλικιακής διαφοράς (ήταν μαθητές στο σχολείο και εκείνα τα παιδιά που, λόγω του Πολέμου και της Καταστροφής, δεν πήγαν στο Δημοτικό στην ώρα τους, αλλά μαθήτευσαν σε αυτό τέσσερα – πέντε χρόνια αργότερα). Κάποια από αυτά τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν γίνει επιθετικά, και τα περισσότερα εξ αυτών, ήταν σχετικά αδιάφορα για τα μαθήματα και διακρίνονταν από μια… κάπως ρέμπελη συμπεριφορά. Παράλληλα, εκείνη την εποχή, εφαρμόζονταν το σύστημα της συνδιδασκαλίας, δηλαδή δύο διαφορετικές τάξεις (π.χ. η Τρίτη και η Τετάρτη) έκαναν τα ίδια μαθήματα από κοινού, από τον κοινό τους δάσκαλο/α, στην ίδια σχολική ώρα. Με τον Γ.Γ. δεν είμαστε συνομήλικοι, είμαστε όμως συνδιδασκόμενοι και πρακτικά είμαστε συμμαθητές. Είχαμε την πολύ καλή τύχη, σαν βασικούς δασκάλους, για το μεγαλύτερο διάστημα της μαθητείας μας, να έχουμε την κ. Αγλαΐα Μανδιλοπούλου – Κόντη και τον κ. Ανδρέα Παπαρρηγόπουλο. Επικουρικά (κυρίως σαν αναπληρωτές), δάσκαλοί μας ήταν ο παπά – κουτσός (Παν. Παπαδημητρόπουλος), οι κ.κ. Μέλπω Δουφεξή, Αλίκη Δούβου – Κριμπένη, Μ. Κουφού – Οικονόμου, Α. Παπαδοπούλου και ο κος Βασίλης Φεφές. Όλοι αυτοί, δεν ήταν κάποιοι απλοί συνηθισμένοι δάσκαλοι – ήταν ένα πανόραμα αξιοσύνης και επαγγελματικής επάρκειας που δίδασκαν, πρώτα ήθος και τρόπο συμπεριφοράς και παράλληλα δίδασκαν, με σωστό και αποτελεσματικό τρόπο, γράμματα. Αν τώρα σε όλα αυτά προσθέσεις ότι συντονιστής και καθοδηγητής της δουλειάς τους ήταν και ο αξέχαστος Σχολικός Επιθεωρητής κ. Πέτρος Κατσαργύρης, τότε η δουλειά που γινόταν στα σχολείο και ιδίως στην τάξη μας, ήταν πολύ υψηλής ποιότητας και αυτό φάνηκε και από τα αποτελέσματα που ακολούθησαν μετά. Ο Γ.Γ., από χαρακτήρα, ήταν πάντα φιλικός σε όλους, πολύ επικοινωνιακός, άκρως διακριτικός, ελαφρώς σκανδαλιάρης και μέχρις υπερβολής, εχέμυθος. Δεν μαρτύραγε ποτέ και για κανέναν, τίποτα στο σχολείο – ό,τι και να του είχες κάνει. Ήταν ακριβώς μπροστά από εμένα, στις πρόβες για τη σχολική παρέλαση, εγώ – που δεν μπορούσα να βολέψω τα κάπως μακριά πόδια μου – τον πάταγα από πίσω συνέχεια – η κ. Αγλαΐα έλεγε- Γιατί Γιαννέλο πηγαίνεις σαν να πατάς σταφύλια; – ο Γιώργος όμως, δεν έβγαζε κουβέντα για την αιτία του προβλήματος. Φυσικά, η κ. Αγλαΐα, πανέξυπνη και πολύ παρατηρητική όπως ήταν, διαπίστωσε εύκολα την αιτία του προβλήματος, μου άλλαξε θέση, το πρόβλημα λύθηκε, όμως ποτέ δεν σκέφθηκε να πιέσει τον Γ.Γ. για να του πάρει από το στόμα κάποια λέξη. Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια παρέκβαση από την κανονική ροή του κειμένου. Θα αναφέρω δύο, κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστικά, ενθυμήματα από το σχολικό περιβάλλον εκείνης της εποχής:
• Πήγαινες στον παπά – κουτσό, πριν ξεκινήσει το μάθημά του (εκείνη την περίφημη Πατριδογνωσία του για τα ποτάμια, τις λίμνες και τα Δέλτα των ποταμών) και του έλεγες: Έξω στην αυλή, ο Β.Β. με κλώτσησε στο καλάμι στο πόδι πολύ δυνατά και πόνεσα πάρα πολύ. Εγώ δεν του είχα κάνει τίποτα και αυτός με κλώτσησε δυνατά. Ο παπά – κουτσός φώναζε θύτη και θύμα να πάνε μπροστά στην έδρα. Μετά έλεγε: Ποιοι είναι οι μάρτυρες, να έλθουν εδώ μπροστά. Σηκώνονταν αρκετοί/ες και πήγαιναν μπροστά. Η συνέχεια: Οι μάρτυρες να απλώσουν το χέρι τους και να αρχίσουν να τραγουδάνε την Σαμιώτισσα. Έπεφταν κάποιες ξυλιές με τη βέργα στους… αοιδούς. Και μετά η εντολή: Εσείς πηγαίνετε στα θρανία σας και μην ξανακάνετε τους μάρτυρες. Μετά, κτυπούσε με το χέρι του ελαφρά στον ώμο το θύτη και το θύμα και τους έλεγε: Και εσείς πουλαράκια να μην κλωτσάτε ο ένας τον άλλον. Ευτυχώς που δεν σας έχουμε μέχρις στιγμής πεταλώσει. Καθίστε στο θρανίο σας. Το ζητούμενο ήταν το κτύπημα του χαφιεδισμού. Αυτός ήταν ο μέγας παπά – κουτσός.
• Η κυρία Αγλαΐα ήταν σπουδαία σε όλα της, και φρόντιζε να γίνονται, τα πάντα σωστά έχοντας απαιτήσεις το κάθε τι που γίνεται να είναι πλήρες και αψεγάδιαστο. – Στο θέμα της μάθησης, επέμενε να μάθουμε τη λέξη ερεισίνωτο (είναι το μέρος του θρανίου που στηρίζεται η πλάτη του μαθητή. – ερείδονται τα νώτα – ). – Σε εκείνα τα κάπως ιδιαίτερα προβλήματα της πρακτικής αριθμητικής (αυτά με τους κρουνούς που με διαφορετικό ρυθμό γεμίζουν συγχρόνως μια δεξαμενή και επίσης συγχρόνως, κάποιοι άλλοι κρουνοί, την αδειάζουν), προκειμένου να βάλει το μυαλό μας να δουλέψει με συνδυαστικό τρόπο, μας έλεγε να ψάξουμε να βρούμε το κρυμμένο φωτάκι που θα μας οδηγήσει στην λύση του προβλήματος και πως για, κάθε ξεχωριστό πρόβλημα, υπάρχει ένα ξεχωριστό φωτάκι. – Για όλα τα θέματα είχε τον δικό της μοναδικό τρόπο (δεν είναι η στιγμή για μεγαλύτερη αναφορά πάνω σε αυτό) – Εκεί όμως που το πράγμα είχε μια ιδιαίτερη βαρύτητα, ήταν το θέμα του θεάτρου (και μαζί με αυτό και της θεατρικής παιδείας). Στην Τρίτη και την Τετάρτη τάξεις του Δημοτικού, οργάνωνε, κάθε χρόνο, δύο θεατρικές παραστάσεις, μια στα τέλη Νοεμβρίου ή κάπως αργότερα και την άλλη κοντά στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Πολλές φορές, το κείμενο του κάθε έργου που ανεβάζαμε το έγραφε η ίδια. Τα έργα που παρουσιάζαμε είχαν πάντα ένα ισχυρό και εδραίο μήνυμα και πολλές φορές καταπιάνονταν με τολμηρά, για την εποχή θέματα, (π.χ. παρουσίαση έργου με φεμινιστικό περιεχόμενο από δύο χορούς, από ένα χορό των κοριτσιών και από έναν αντίπαλο χορό των αγοριών). Αυτές οι παραστάσεις της κ. Αγλαΐας ήταν μια πανδαισία και μια αιτία για μαθητική κινητοποίηση – ενεργοποίηση (όλοι τρέχαμε να πάρουμε ρόλους). Εδώ, και ο Γ.Γ. ένοιωσε, για πρώτη φορά, ότι μπορεί να ενσαρκώνει με επιτυχία το ρόλο κάποιου άλλου προσώπου – διαφορετικού από τον εαυτό του. Και για να ξαναλέμε τα πράγματα με το όνομά τους: Ο πιο περιζήτητος για να αναλάβει έναν αξιόλογο ρόλο στην παράσταση της τάξης μας, δεν ήταν ο Γ.Γ. Ήταν ο Λάκης ο Βάγιας, που έχοντας μια πιο μπάσα και πιο γεμάτη φωνή από όλους μας, έπαιρνε πάντα το ρόλο του ηλικιωμένου αφηγητή που συνέδεε τα κομμάτια ενός σπονδυλωτού έργου ή συνέδεε, μεταξύ τους, τις διάφορες περιόδους στις οποίες αναφερόταν ένα ιστορικό έργο. Λοιπόν και το ερεισίνωτο το μάθαμε και το κρυμμένο φωτάκι μάθαμε να το βρίσκουμε και τη μαγεία του θεάτρου την ανακαλύψαμε. Αχ κ. Αγλαΐα, πόσα πολλά δε σου χρωστάμε;
Γυρίζοντας πάλι στην κανονική ροή του κειμένου μας, ο Γ.Γ., τελειώνοντας το Δημοτικό, δε συνέχισε στο Γυμνάσιο και μπήκε κατ’ ευθείαν στη βιοπάλη. Έπιασε δουλειά – σαν μαθητευόμενος – στην επιπλοποιία των Αφών Κανακάρη στα Καλάβρυτα. Εκεί, μαζί με άλλα Καλαβρυτινόπουλα, με όρεξη, κέφι και πολλά όνειρα, φρόντιζε να μάθει μια τέχνη, που και αυτή, είχε μέσα της το στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η πρώτη απασχόληση ήταν σαν λουστραδόρος επίπλων. Με την τεχνική της εποχής, ένα αλουστράριστο έπιπλο, αφού καθαρίζονταν προσεκτικά και γυαλοχαρτίζονταν επισταμένα, μετά το περνούσαν με κάσσια (ένα σκούρο υγρό υλικό) και μετά άρχιζε εκείνο το ατελείωτο τρίψιμο με ένα διάλυμα γομολάκας μέσα σε φωτιστικό οινόπνευμα. Μια βαμβακόμπαλα, εμποτισμένη με τη γομολάκα, στο χέρι και δώσ’ του τρίψιμο και πάλι τρίψιμο και ξανά – πάλι τρίψιμο. Σε εκείνη την εποχή, στον Γ.Γ. ήταν πολύ ζωντανές κάποιες ανησυχίες που τον οδηγούσαν σε συνεχή προσπάθεια βελτίωσης του εαυτού του και έκφρασης των ταλέντων του. Ένοιωθε άβολα που δεν συνέχιζε με το σχολείο και βάλθηκε να μαθαίνει, μόνος του – αυτοδίδακτος Ιταλικά. Άρχισε να ασχολείται με τη φυσαρμόνικα (είχε αρκετά πράγματα ακούσει για τις επιδόσεις του συμπατριώτη μας Άλεξ Τσαβαλά). Άρχισε το συστηματικό και με συνέπεια και ζήλο νεοφώτιστου, διάβασμα πολλών εξωσχολικών βιβλίων, που, κατά τη μόδα της εποχής, τα βιβλία αυτά ήταν μυθιστορήματα που περιτριγύριζαν και σχεδόν πραγματεύονταν κάποιο θέμα κοινωνικής αδικίας, π.χ. το ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ του Ε. Μαλό.
Και μετά άρχισαν τα δύσκολα. Παιδί ο Γ.Γ., γεμάτο δυναμισμό και με την αψάδα και το αστόχαστο της ηλικίας του, σχημάτισε, μια μέρα, με μεγάλες πέτρες, σε ένα επικλινές ξεροχώραφο (κατά σύμπτωση, αυτός ο χώρος τώρα είναι ιδιοκτησία της μεγαλύτερης μου κόρης), ένα, αρκετά εμφανές, από όλα τα Καλάβρυτα, σύνθημα. Αυτό ήταν. Το έγκλημα καθοσιώσεως είχε συντελεσθεί. Ποιος σε έβαλε να το φτιάξεις; Η αλήθεια είναι ότι πρωτοβουλία και η εκτέλεση ήταν μόνο του ίδιου του Γ.Γ. Αλλά και κάποιος άλλος να τον είχε παρακινήσει, σιγά μη μαρτύραγε ο Γ.Γ. Ακολούθησε το κρατητήριο (εκεί ο Γ.Γ. τραγουδούσε συνέχεια και κάπως παράτονα και ενοχλούσε τους φύλακές του). Ακολούθησε το δικαστήριο, με την αυτόκλητη παρουσία και κάποιου ψευδομάρτυρα (καθ’ έξιν και καθ’ εξακολούθηση). Ο πιο σημαντικός μάρτυρας υπεράσπισης, στη δική του ορφανού ανήλικου, ήταν ο μακαρίτης, ο σπουδαίος άνθρωπος, ο γιατρός Ι. Πατσουράκης. Ο νηφάλιος και έμπειρος δικαστής, ο κ. Φραγκόπουλος, αθώωσε τον Γ.Γ.
Όμως ο τόπος δεν τον χώραγε πλέον, και ο Γιώργος έφυγε για να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα. Άρχισε να δουλεύει σε ένα μεταλλοχυτήριο, που είχε κάποιος θείος του, κάπου κοντά στην Πέτρου Ράλλη στη Νίκαια, που έφτιαχνε εκκλησιαστικά είδη και κυρίως καμπάνες εκκλησιών. Δεν φαντάζεσθε πόσο σκληρή ήταν αυτή η δουλειά, ιδίως για ένα παιδί, όταν η όλη εργασία ασκείται σε χώρους στενούς, κακώς αεριζόμενους και υπάρχουν πολλές στιγμές, που οι θερμοκρασίες εργασίας φτάνουν τους 800 βαθμούς. Το μεγάλο πρόβλημα όμως για τον Γ.Γ. δεν ήταν ούτε οι κακές συνθήκες δουλειάς ούτε η σκληράδα της ίδιας της δουλειάς. Το πρόβλημα ήταν με το ανθρώπινο περιβάλλον που εργαζόταν γύρω του. Στα χυτήρια δε δουλεύουν τα καλύτερα παιδιά. Υπάρχουν και κάποια παιδάκια που παίρνουν ουσίες και βλέπουν αγγέλους και αγγελάκια. Στο συγκεκριμένο χυτήριο, υπήρχαν κάποιοι συνάδελφοι του Γ. Γ. που ισχυρίζονταν ότι είχαν (και μπορεί να έλεγαν και αλήθεια) επαφές και σχέσεις με την περιβόητη, εκείνη την εποχή, συμμορία του Κατελλάνου. Το ανθρώπινο κλίμα ήταν πολύ νοσηρό για τον Γ.Γ. και σύντομα αυτός ξαναγυρίζει στα Καλάβρυτα. Βρίσκει δουλειά στην ποτοποιία – λεμοναδοποιία του Λ. Α. Ροδόπουλου. Εκεί δουλεύουμε μαζί. Πλένουμε μπουκάλια στην ίδια σκάφη και καψαλίζουμε, σχεδόν σε σταθερή βάση, από κοινού, τα χέρια μας με κάποιο παράγωγο του καυστικού Νατρίου που χρησιμοποιούσαμε για απορρυπαντικό. Ήδη όμως, ο Γ.Γ. έχει μάθει να κάνει ηλεκτρολογικές εργασίες, παρά ταύτα όμως, δεν έχει εξασφαλίσει την απαιτούμενη άδεια εγκαταστάτη ηλεκτρολογικών έργων. Συνεταιρίζεται με τον Ηλ. Βαζαίο και ξεκινούν, στα Καλάβρυτα, μια επιχείρηση με στόχο να ασχολείται με ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις. Η Επιχείρηση δεν προχώρησε και αυτό ήταν μάλλον αναμενόμενο. Έχω την αίσθηση ότι και οι δύο συνεταίροι περίπου πίστευαν ότι η απόκτηση κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν μια αδικία προς την κοινωνία. Αυτό που ήθελαν και διεκδικούσαν για τον εαυτό τους, ήταν μόνο ένα ταπεινό και έντιμο μεροκάματο σαν αμοιβή της δουλειάς τους. Θεέ μου. Πόσους καλούς ανθρώπους μπορεί να έχουμε συναντήσει στη ζωή μας και τους έχουμε προσπεράσει, έτσι, αδιάφορα;
Η συνέχεια, για τον Γ.Γ., ήταν πάλι στου Ροδόπουλου, όπου παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Κάπου στα μέσα του 1960, η κυρά Ντίνα πήρε μια μικρή αποζημίωση, νομίζω ότι αυτή είχε σχέση με Γερμανικές Επανορθώσεις. Δεν ξέρω αν αυτή την αποζημίωση την πήρε για το σκοτωμένο άνδρα της ή για κάποιο από τα σκοτωμένα αδέλφια της. Με κάποια από τα χρήματα εκείνης της αποζημίωσης, ο Γ.Γ. αγόρασε ένα ακορντεόν με 72 μπάσα, Ιταλικής κατασκευής, της μάρκας Soprani – Scandali. Το αγόρασε από τον μουσικό οίκο Κωνσταντινίδη, στην οδό Ακαδημίας στην Αθήνα. Έκτοτε, εγώ, είχα την πάγια και σταθερή υποχρέωση να του αγοράζω παρτιτούρες από τον μουσικό οίκο Γαϊτάνου που βρισκόταν στη στοά του Αρσακείου και να του τις στέλνω, για να εκπαιδευτεί, σαν αυτοδίδακτος, πάνω στο νέο του απόκτημα.
Το ακορντεόν άνοιξε νέους δρόμους, όχι μόνο στην καλλιτεχνική του παιδεία και την αγάπη του προς την τέχνη. Του άλλαξε δρόμους, ακόμα και τον ψυχισμό του άλλαξε. Έγινε πιο τρυφερός, πιο υπεύθυνος, και αν θέλετε και… πιο σοβαρός. Ο επαναστάτης έφηβος, που τον βραχυκύκλωναν πολλές αναζητήσεις και τον βασάνιζαν πολλά ερωτηματικά, άρχισε να γίνεται ένα ώριμο άτομο που έπαιρνε πολλή χαρά από την καινούργια του ερασιτεχνική απασχόληση και ένοιωθε αρκετά γεμάτος σαν άνθρωπος. Βέβαια, η ενασχόληση με τη μουσική στα Καλάβρυτα, εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν υπόθεση για έναν μοναχικό λύκο. Υπήρχε, ευτυχώς, η ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ, ο μακροβιότερος και ουσιαστικότερος πολιτιστικός μηχανισμός της πόλης μας και, εξ αυτού, πάρα πολλοί συνομήλικοί μας ήταν μουσικά ευαισθητοποιημένοι και έπαιρναν μέρος στα μουσικά δρώμενα. Παράλληλα, υπήρχαν και οι νεανικές παρέες, και σε όλες αυτές, ο Γ.Γ. με το ακορντεόν του, ήταν περιζήτητος, για να μην αναφέρω ότι αποτελούσε το κεντρικό πρόσωπο. Η Φιλαρμονική, για τα Καλάβρυτα, δεν ήταν μόνο τα παιδιά της μουσικής. Ήταν και οι δάσκαλοι της μουσικής (επαγγελματίες ή ευκαιριακώς προσφέροντες υπηρεσίες). Ήταν ο Τούλιος, ο Μπιφέρνο, ο Τάκης Τσεκούρας, ο Τάκης Αποστολόπουλος, ο Βασίλης Νικολάου και άλλοι. Όλοι αυτοί, έδιναν συμβουλές, καθοδήγηση ή ενθάρρυνση στον Γ.Γ. σε σχέση με την πορεία του για την απόκτηση μιας αυτοδίδακτης γνώσης και δεξιοτεχνίας πάνω στο ακορντεόν.
Ο συγχρωτισμός του με τον κόσμο της Φιλαρμονικής, τον οδήγησαν σε ένα ακόμα καλλιτεχνικό σταθμό. Έμαθε μόνος του να παίζει ντραμς, και αυτή του η νέα απασχόληση, για ένα διάστημα, ήταν το πάθος του. Είναι, σε εμένα αξέχαστο, εκείνο το γεγονός, που ένα βράδυ, στο πανηγύρι στα Καλάβρυτα, ο Γ.Γ., αυτόκλητα, ανεβαίνει επάνω στην εξέδρα της ορχήστρας που ήταν στο καφενείο του Σκαμπούγερα και αρχίζει να παίζει σόλο ντραμς. Η Κομπανία που είχε την ορχήστρα ήταν σημαντικότατη και οι μουσικοί της ήταν πολύ καλοί (νομίζω ότι ήταν η κομπανία των Χαλκιάδων, από την Ήπειρο). Το παίξιμό του, κουβάλαγε μαζί μια φρενίτιδα και μια πολυχρωμία. Τι ρυθμοί Τζαζ, τι Ροκ,… Γιάνκα με τα Ντραμς, τι να σας πω. Έλεγες… Θεέ μου δώσε μου και άλλα αυτιά να τον ακούω και άλλα μάτια να τον καμαρώνω. Δεν σου περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι αυτό το όλο δρώμενο κάποτε θα τελείωνε. Δεν ήθελες να τελειώσει ποτέ.
Κάπου κοντά στην ηλικία των 30 χρόνων του, ο Γ.Γ. παντρεύτηκε με την Ευγενία Γκολφινοπούλου, από τον Κάνδαλο, μια καλή κοπέλα, που έγινε η δια βίου αφοσιωμένη του σύντροφος και συμπαραστάτης και η μητέρα των τεσσάρων παιδιών τους (τρία αγόρια και ένα κορίτσι). Έφτιαξε – μαζί με την Ευγενία, μια πραγματικά καλή οικογένεια, που σήμερα, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους τούς δίνουν χαρά, τους γεμίζουν υπερηφάνεια, τους κάνουν ευτυχισμένους.
Μετά, ήλθε μια καινούργια καλλιτεχνική αγάπη στη ζωή του Γιώργου. Ήλθε το Θέατρο. Όπως ήδη έχω προαναφέρει, ο Γ.Γ. από το τέλος του Δημοτικού Σχολείου, άρχισε να διαβάζει μια σειρά από έργα της Ελληνικής αλλά και της Παγκόσμιας λογοτεχνίας και ανάμεσα σε αυτά, άρχισε να διαβάζει και κείμενα θεατρικών έργων, να διαβάζει σενάρια, να έρχεται σε επαφή με λιμπρέτα, κ.λπ. Επίσης, πάντα είχε την τάση να μιμείται (το έκανε με επιτυχία). Ήταν ανεπανάληπτος στη μίμηση του Χριστόφορου Νέζερ. Αυτή την αξέχαστη ατάκα το: κύριε Σπύρο αυτή η λίρα γιατί είναι άσπρη; και μετά ακολουθούσε η απάντηση: θα είναι δίφραγκο, ακουσμένη από το στόμα του Γ.Γ., ήταν το ίδιο σαν να την άκουγες από τον Χ. Νέζερ. Δειλά στην αρχή, πιο δραστήρια αργότερα, άρχισε να ασχολείται, μαζί με άλλα Καλαβρυτινόπουλα και μαζί με εκπαιδευτικούς που δούλευαν στα Καλάβρυτα, με το στήσιμο και την παρουσίαση θεατρικών παραστάσεων. Κάπως αργότερα, ήλθε ο χαμός αυτού του γλυκού παιδιού των χαμηλών τόνων και της αδιάκοπης προσπάθειας, του Πάνου του Μίχου (αλήθεια τι τρομερή κατασκήνωση έχει στήσει ο χάρος σε αυτή την οικογένεια;).
Τα Καλαβρυτινόπουλα, μπράβο τους, δημιούργησαν τότε το θεατρικό όμιλο «Πάνος Μίχος» (συγχωρέστε μου αν στο σημείο αυτό δίνω κάποια λάθος στοιχεία και αν είμαι ανακόλουθος. Πράγματι, δεν ξέρω αν είχε στηθεί ο θεατρικός όμιλος πρώτα και μετά πήρε το όνομα Πάνος Μίχος, ή αν η δημιουργία του ομίλου και η ονομασία του έγιναν με μια ενιαία ενέργεια). Σε αυτόν το θεατρικό όμιλο, η δουλειά πάντα ήταν συλλογική και το μακροχρόνια θετικό αποτέλεσμά του πιστώνεται σε όλους τους συντελεστές του, στα μέλη του, τους φίλους του και στους τυχόν χορηγούς και συμπαραστάτες του. Στον όμιλο αυτό, ο Γ.Γ. είχε πάντα ένα σημαντικό ρόλο με διάφορες ιδιότητες (του διοικητικού παράγοντα, του ηθοποιού, του σκηνοθέτη,… Ακόμα και του κουβαλητή καρεκλών). Όλες, απ’ όσα ξέρω, οι θεατρικές παραστάσεις ή η συμμετοχή σε εκδηλώσεις και καλλιτεχνικά δρώμενα, του ομίλου, είχαν επιτυχία, τις απήλαυσε το Καλαβρυτινό κοινό και είχαν τη θετική αποδοχή και αναγνώριση της Καλαβρυτινής κοινωνίας. Η λειτουργία ενός θεατρικού ομίλου δεν είναι μόνο το στήσιμο και η υλοποίηση κάποιων παραστάσεων. Είναι και πολλά άλλα πολύ σημαντικά πράγματα. Είναι η ευαισθητοποίηση πλατύτερων κοινωνικών ομάδων ή στρωμάτων του πληθυσμού, είναι η παροχή θεατρικής παιδείας σε όσους την επιδιώκουν, είναι η γνώση πάνω στις τεχνικές και τα μέσα που χρειάζονται ακόμα και όταν η αυλαία είναι κλειστή, είναι η σκηνογραφία και τα κουστούμια, προ πάντων όμως όλων αυτών, είναι ο εθισμός στη συλλογική δουλειά. Έχω την αίσθηση ότι ο θεατρικός όμιλος «Πάνος Μίχος» ανταποκρίθηκε με επιτυχία σε όλες ή στις περισσότερες, από τις υποχρεώσεις που περιγράφηκαν παραπάνω, και σε αυτή την επιτυχή λειτουργία του ομίλου, η συμβολή του Γ.Γ. είναι ουσιαστικότατη και γενικώς αναγνωρισμένη.
Τα θεατρικά έργα που ανέβηκαν στη σκηνή από τον όμιλο ήταν πολλά και με μεγάλη ποικιλία μορφής και πραγματευόμενου αντικειμένου. Αυτό που ποτέ δεν έλειψε από τον όμιλο ήταν η τόλμη. Ανέβασε έργα δύσκολα με πολλές απαιτήσεις, τόσο σε σχέση με την ερμηνεία τους, όσο και με την ολική σκηνική τους απόδοση. Έργα σαν το ΜΠΟΥΡΙΝΙ του Μπόγρη ή το ΔΟΝ ΚΑΜΙΛΟ του Σ. Πατατζή και πολλά άλλα, δεν είναι έργα εύκολα. Ο όμιλος τόλμησε να τα παρουσιάσει στο κοινό του. Το έκανε αυτό με πολύ μεγάλη επιτυχία και με υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα. Παράλληλα, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την προσφορά του ομίλου και στην υλοποίηση δρώμενων (κυρίως αναπαραστάσεις) που συμβάλλουν στην υλοποίηση του προγραμματισμού του Δήμου Καλαβρύτων για την κάλυψη αναγκών ευρύτερης παρουσίας του, τόσο στο Καλαβρυτινό, όσο και στο μη Καλαβρυτινό κοινό. Και σε αυτό το καθήκον, η ανταπόκριση του ομίλου είναι σημαντική και καθοριστική. Η συμβολή του Γ.Γ. είναι κεφαλαιώδης.
ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΜΑΣ
Από όλη την προηγούμενη παρουσίαση, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι προκύπτουν κάποια συμπεράσματα, όπως:
• Η υπόθεση του πολιτισμού δεν είναι απλά ένα θέμα μιας αισθητικής απόλαυσης. Είναι ένα γενικότερο θέμα ευζωίας του ανθρώπου (Διάρκεια και ποιότητα ζωής). Και στο δημιουργό του πολιτισμού και στον αποδέκτη των πολιτιστικών αγαθών, η πολιτισμική λειτουργία αλλάζει τα στοιχεία του τρόπου ζωής, των βιοτικών επιλογών… ακόμα – ακόμα και του ίδιου του χαρακτήρα των επί μέρους ατόμων. Με αυτή, την εξ ορισμού αναφορά στο τι σημαίνει πολιτισμός, περίπου αρχίσαμε την τρέχουσα παρουσίαση για την προσωπικότητα του Γ.Γ.
• Η διάχυση και διασπορά των πολιτιστικών αγαθών, από τις πόλεις (όπου κυρίως παράγονται αυτά τα αγαθά) σε μικρότερους οικισμούς, έχει τεράστια και κομβική σημασία για τον προσδιορισμό της συνολικής επίδρασης της πολιτισμικής δημιουργίας στην ανθρώπινη ζωή. Αυτό αποτελεί μια επιβεβαίωση μιας ακόμα εξ ορισμού αναφοράς, που κάναμε στην αρχή του παρόντος κειμένου. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν, είναι εμφανές, ότι η συμβολή του Γ.Γ., τόσο στη διάδοση πολιτισμικών αγαθών όσο και στην ευαισθητοποίηση του Καλαβρυτινού κοινού για την αξία αυτών των πολιτιστικών αγαθών, είναι πολύ σημαντική.
• Ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης μπορεί να παράξει τέτοιας ποιότητας πολιτιστικό έργο, που να έχει και ποικιλία και ευαισθησία και ποιότητα… ακόμα και μηνύματα ζωής μπορεί να κουβαλάει. Ο όρος ναΐφ (naif) που χρησιμοποιείται για τους αυτοδίδακτους καλλιτέχνες και που συνήθως ταυτίζεται με τον όρο απλοϊκός, για την περίπτωση του Γ.Γ., δεν έχει καμία αξία. Ο Γ.Γ. είναι αυτοδίδακτος, πολυσύνθετος, συνειδητοποιημένος, στοχαστικός, ποιοτικός, οργανωτικός και όλα αυτά μαζί. Όχι λίγο απ’ όλα αλλά επαρκής και σε όλα. Μόνο απλοϊκός δεν είναι, ούτε αυτός ούτε και η ερασιτεχνική καλλιτεχνική του παρουσία.
• Από την αρχή του παρόντος κειμένου, τονίσθηκε, ότι η καλλιτεχνική δημιουργία δε ξεφυτρώνει παντού και δεν είναι αυτοφυής. Χρειάζεται ένα υπόστρωμα δεκτικό για την τέχνη και μια τάση αμοιβαίας αναγνώρισης της δουλειάς του διπλανού σου καλλιτέχνη. Στα Καλάβρυτα, κυρίως λόγω της λειτουργίας της Φιλαρμονικής, αλλά και λόγω των ευρύτερων αναζητήσεων του Καλαβρυτινού κοινού, αυτό το υπόστρωμα είναι υπαρκτό. Σε αυτό, λοιπόν, το θετικό περιβάλλον, μπόρεσε να ανθίσει και να καρπίσει και το καλλιτεχνικό τάλαντο του Γ.Γ.
• Τονίσθηκε από την αρχή, ότι η Ελλάδα είναι ένας πρόσφορος τόπος για την πολιτισμική ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα έχει την ανάγκη να συνεχίζει να εκφράζεται προς όλο τον κόσμο με βάση την πολιτιστική της δημιουργία. Αυτή η πολιτιστική παραγωγή και η προβολή της, είναι υπόθεση όλων μας. Γι’ αυτή τη δουλειά – καθήκον δεν περισσεύει κανένας, είτε μένει σε πόλεις, είτε σε χωριά, είτε είναι επαγγελματίας του χώρου, είτε είναι ερασιτέχνης, είτε είναι απλός ρέκτης του ωραίου (και, κατά προτίμηση, και του αληθινού). Έ, λοιπόν, σε αυτό το σημείο, ο Γ.Γ. έκανε και συνεχίζει να κάνει το καθήκον του – χρέος του και μάλιστα σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που του αναλογεί.
• Σε ορισμένους χώρους της πολιτιστικής δημιουργίας, όπως μεταξύ αυτών είναι και το θέατρο, η δουλειά είναι συλλογική και το αποτέλεσμά της αντανακλά την προσπάθεια του συνόλου. Η υπόθεση δεν αφορά μόνο στους πρωταγωνιστές. Η πολιτισμική δουλειά καλύπτει όλους τους σχετιζόμενους. Και τους κομπάρσους και τους υποβολείς και τους φωτιστές και τους πάντες. Μην ξεχνάμε ότι ο αγαπητός σε όλους μας Διονύσης Παπαγιαννόπουλος σε ελάχιστα ή σε κανένα από τα αναρίθμητα κινηματογραφικά έργα που είχαν τη συμμετοχή του, δεν ήταν πρωταγωνιστής. Σε όλα ήταν δευτεραγωνιστής, αλλά και σε όλα έκλεβε – σφράγιζε την παράσταση. Η συμμετοχή του Γ.Γ. σε σχήματα κοινής δράσης όπως ο θεατρικός όμιλος «Πάνος Μίχος», πιστεύω ότι, συνολικά αποτιμώμενη, είναι θετική.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ
Θέλω να κλείσω την παρουσίασή μου για τον Γ.Γ.:
α) με μια αναφορά: Δε θέλησα να γράψω μια αγιογραφία για τον Γ.Γ. την οποία άλλωστε δε θα επιθυμούσε ούτε ο ίδιος. Από την άλλη όμως, ο Γ.Γ. είναι παιδικός μου φίλος, ήταν ευκαιριακά συνάδελφος στη δουλειά, είναι κουμπάρος μου. Σίγουρα, εγώ δεν μπορεί να είμαι ούτε ο πιο αντικειμενικός παρουσιαστής της πορείας του, ούτε ο πιο ακριβοδίκαιος κριτής της ποιότητας της δουλειάς του.
β) με μια μόνη φράση: θέλω να εκφράσω τα αισθήματά μου για τον Γιώργο. Διαλέγω την φράση του Μενάνδρου (342 – 292 π.χ.), που κατά μία εκδοχή, λέει: ΩΣ ΧΑΡΙΕΝ ΕΣΤ’ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Η, που σε δική μου ελεύθερη απόδοση λέει: Πόση χαρά έχει (και προσφέρει) ο άνθρωπος, όταν είναι πραγματικά άνθρωπος. Για μένα, ο Γ.Γ. αξίζει γιατί είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ας είσαι πάντα καλά Γιώργο εσύ και η σπουδαία οικογένειά σου».